1 συγ-κατα-λείπω
συγ-κατα-λείπω, zugleich, mit zurücklassen, ξυγκαταλιπόντες τῷ τειχίσματι φρουράν Thuc. 5, 75.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > συγ-κατα-λείπω